- καλοκαίρι
- Mία από τις τέσσερις εποχές του έτους. Στο βόρειο ημισφαίριο το κ. αρχίζει με το θερινό ηλιοστάσιο (21 ή 22 Ιουνίου) και τελειώνει με τη φθινοπωρινή ισημερία (23 Σεπτεμβρίου)· στο νότιο ημισφαίριο αρχίζει στις 22 Δεκεμβρίου και τελειώνει στις 21 Μαρτίου. Στο βόρειο ημισφαίριο διαρκεί 93,7 ημέρες και στο διάστημα αυτό ο Ήλιος διέρχεται διαδοχικά από τους αστερισμούς του Καρκίνου, του Λέοντα και της Παρθένου· στο νότιο ημισφαίριο το κ. διαρκεί 89 ημέρες, κατά τις οποίες ο Ήλιος διέρχεται από τους αστερισμούς του Αιγόκερω, του Yδροχόου και των Ιχθύων. Το κ. είναι η εποχή κατά την οποία η ημέρα έχει μεγαλύτερη διάρκεια από τη νύχτα. Μετεωρολογικά είναι η θερμότερη εποχή του έτους, επειδή το κ. σημειώνεται η μεγαλύτερη διάρκεια του ηλιακού φωτισμού.
* * *(Μ καλοκαίρι[ν] και καλοκαίριον)το θέρος, η θερινή εποχήνεοελλ.1. καλός καιρός, καλοκαιρία, ωραία μέρα2. φρ. ειρων. «όξω από τα καλοκαίρια» — για αυτούς που κρύβουν την πραγματική τους ηλικία, δηλ. που υπολογίζουν την ηλικία χωρίς συνυπολογισμό τών καλοκαιριών.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. καλοκαίριν < καλόκαιρος ή, κατ' άλλους < καλοκαίριον το καλοκαιρία, όπως τα ζεύγη συνήθεια - συνήθειο, επωνυμία - επωνύμιο. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. καλοκαίρι φράση («σύνταγμα») < καλός + καιρόςσ' αυτήν την περίπτωση η λ. καιρός ως β' συνθετικό απαντά με την κατάλ. -ι αναλογικά είτε προς άλλα σύνθ., όπως κρυο-νέρι, περιγιάλι, είτε προς απλά ουσ. σε -ι, όπως κυνήγ-ι, ταξίδ-ι.].
Dictionary of Greek. 2013.